-
1 βουκολών
-
2 βουκολῶν
-
3 Βουκόλων
Βουκόλοςmasc gen pl -
4 βουκόλων
βούκολοςtending kine: masc gen plβουκόλοςmasc gen pl -
5 φρούρημα
φρούρημα, τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; φρούρημα ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο βουλευτήριον εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καϑίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798.
-
6 ἀ-λάστωρ
ἀ-λάστωρ, ορος, ὁ (fem. Lycophr. 1318; Philipp. 53 ( Plan. 141), 1) der Missethäter, an dem eine nie zu vergessende, nie zu sühnende Schuld haftet ( ὁ ἄληστα δεδρακώς, VLL., die meist ἁμαρτωλός erkl., die anderen Ableitungen derselben sind sämmtlich unhaltbar), ein durch seine Nähe Alles verunreinigender Bösewicht, Aesch. Eum. 227; Soph. Ai. 366. Auch Dem. vrbdt ἄνϑρωποι μιαροὶ καὶ ἀλάστορες 18, 296; Paus. 7, 11, 1. – 2) die Blutschuld rächende, die Strafe nicht vergessende Gottheit, nach Plut. Def. or. 15 ὡς ἀλήστων τινῶν καὶ παλαιῶν μιασμάτων ποιναῖς ἐπεξιόντες; so ἀλ. δαίμων, Rachegeist, Aesch. Pers. 346; ohne δαίμων, ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ Ἀτρέως Ag. 1482. 1489; vgl. Suppl. 410; Soph. O. C. 792; ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν, von Rachegeistern wahnsinnig gemacht sein, Trach. 1225; βουκόλων ἀλ. heißt der nemäische Löwe, Unhold der Hirten, Trach. 1082; vgl. Lycophr. 529; die Sphinx, Nicochar. B. A. 382; ἀλάστωρ εἰςπέπαικε Πελοπιδῶν Xenarch. Ath. II, 63 f. Oft bei Eur., z. B. Hipp. 820 Phoen. 1556; sp. D. In Prosa, Plut. Cic. 47 Mar. 8.
-
7 αλαστωρ
1) каратель, мстительἀ. Ἀτρέως Aesch. — мститель за преступление Атрида;
ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν Soph. — быть одержимым духами мщения2) преступник, злодей, нечестивец ( навлекающий кару на все общество) Aesch., Soph.; бран. негодяй, изверг3) губитель, бичβουκόλων ἀ. λέων Soph. — (Немейский) лев, бич пастухов
-
8 ροιβδησις
-
9 φρουρημα
- ατος τό1) предмет охраны, охраняемое имущество2) охранаἀμφί τι φ. ἔχειν Eur. — нести охрану вокруг чего-л.
3) хранитель, страж или стражаἐγρηγορὸς φ. γῆς Aesch. — неусыпный хранитель страны -
10 σύμμεικτος
σύμμεικτος (on the spellingA v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, ;σύμμεικτα.. βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53
; ; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib. 996; esp. of irregular troops,σ. στρατός Hdt.7.55
; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον ς. miscellaneous, IG12.310.302;σ. χαλκώματα Lys.19.27
;χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63
;πρόβατα PTeb.53.19
(ii B.C.), etc. Adv.- τως Str.1.2.27
(v.l.).2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς ς. Pl.Lg. 738c.3 compounded,ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti. 61a
, cf. Lg. 692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμεικτος
-
11 συναρπάζω
A , Luc.DDeor.8.1, , Xenarch.8:— snatch and carry away with one, carry clean away, S.OC 819, E.Or. 1493 (lyr.), X.Mem.1.4.8, PSI4.353.12 (iii B.C.), Gal.6.301, etc.;ξ. [τινὰ] βίᾳ A.Pers. 195
;βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. τινάς Lys.3.46
, cf. 12.96;πάντα σ. ὥσπερ θύελλα S.El. 1150
; ὁ κρατῶν ἅμα πάντα ς. X.Cyr.4.2.26; ἀετὸς τὸν λαγὼ ς. ib.2.4.19; seize and retain, Aër.21: metaph., carry away with one (by persuasive arguments), ξυναρπάσας , cf. Call.Epigr.32.5, Longin.16.2, Gal.UP3.10; οὐδένα ὑμῶν συναρπάζω I am not ' rushing' you, Diog.Oen.24; σ. ἑαυτὸν εἰς τὸ ἄνω, of mystical union with the One, Plot.5.3.4:—[voice] Pass., to be seized and carried off,βία ξυναρπασθεῖσαν S.Aj. 498
;σ. βουκόλων ὕπο Id.Fr. 659
; by death, Phld.Mort.37.2 ξ. Χεῖρας seize and pin them together, E.Hec. 1163, cf. Lys.Fr.75.4:—[voice] Med., ξ. τινὰ μέσον, of a wrestler, Ar.Lys. 437.3 metaph., ξ. φρενί seize with the mind, grasp, S.Aj.16, cf. Ar.Nu. 775;τὸ ῥηθέν Simyl.
ap. Stob.4.18.4; σ. τὸ ζητούμενον, in arguing, to be guilty of a petitio principii, Luc. JTr.38, S.E.P.2.35, etc.; so συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν is hastily concluded to have a possessive force, A.D.Synt.165.9.4 carry away, destroy all traces of, τι Luc.Dom.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρπάζω
-
12 φρούρημα
I that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of spoil, S.Aj.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρούρημα
-
13 ἀλάστωρ
A avenging spirit or deity, with or without δαίμων, freq. Trag., A.Pers. 354, Ag. 1501, 1508, cf. Men.8 D.;ἀ. οὑμός S.OC 788
;ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν Id.Tr. 1235
;ἀλάστορας ἔχειν Hp.Morb.Sacr. 1
; ἀ. Πελοπιδῶν, prov. of utter ruin, Xenarch.1.3; generally, βουκόλων ἀ. herdsmen's scourge. of Nemean lion, S.Tr. 1092: fem., of the Sphinx, Nicoch. 18;Ζεὺς Ἀ. Orph.H.73
.II [voice] Pass., he who does deeds which merit vengeance, wretch, A.Eu. 236, S.Aj. 374; μιαροὶ..καὶκόλακες καὶ ἀ. D.18.296
;βάρβαρόν τε.. καὶ ἀ. τὸνΦίλιππον ἀποκαλῶν Id.19.305
;ἄνθρωπ' ἀλάστωρ Bato 2.5
, cf. Men.7D., Pk. 408;Διονύσιος ἁπάσης Σικελίας ἀ. Clearch.10
. (Connected with ἀλάομαι by Chrysipp.Stoic.2.47.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλάστωρ
-
14 ῥοίβδησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοίβδησις
-
15 φρούρημα
См. также в других словарях:
βουκολῶν — βουκολέω tend cattle pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουκόλων — Βουκόλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκόλων — βούκολος tending kine masc gen pl βουκόλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… … Hofmann J. Lexicon universale
διαταξίαρχος — διαταξίαρχος, ο (Α) επικεφαλής ομάδας βουκόλων, που ρυθμίζει τις υπηρεσίες τού καθενός … Dictionary of Greek
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… … Dictionary of Greek